- βατιδοσκοπος
- βατιδοσκόποςβᾰτῐδο-σκόπος2высматривающий скатов, т.е. жадный до скатов Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βατιδοσκόπος — βατιδοσκόπος, ον (Α) αυτός που ψάχνει για βατίδες, που του αρέσουν πολύ οι βατίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατίς ( ίδος) + σκοπος < σκοπός] … Dictionary of Greek
βατιδοσκόποι — βατιδοσκόπος looking after skates masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)